Περίληψη της Οδύσσειας
Ραψωδία α : Θεών αγορά. Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον. Μνηστήρων εὐωχία.
Το έργο αρχίζει με επίκληση του ποιητή στην Μούσα : ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ / πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν· (Τον άντρα τον πολυμήχανο τραγούδησε, Μούσα, / που πολύ περιπλανήθηκε, όταν πήρε την ιερή πόλη της Τροίας). Δέκα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, κι ενώ όλοι οι άλλοι Αχαιοί γύρισαν στις πατρίδες τους, ο Οδυσσέας βρίσκεται στην Ωγυγία, στο νησί της θεάς Καλυψώς, που θέλει να τον κρατήσει για πάντα κοντά της ενώ αυτός θέλει να επιστρέψει στην Ιθάκη. Οι θεοί συνεδριάζουν στον Όλυμπο, κι επωφελούμενη από την απουσία του Ποσειδώνα, που εχθρεύεται τον ήρωα, η Αθηνά πείθει τον Δία να συναινέσει στην επιστροφή του Οδυσσέα, που του αρκεί να δει να βγαίνει καπνός στην πατρίδα του (καπνὸν ἀποθρῴσκοντα) κι ας πεθάνει (α 58).Σε εφαρμογή του θεϊκού σχεδίου, η Αθηνά κατεβαίνει στην Ιθάκη για να παρακινήσει τον Τηλέμαχο να αναζητήσει τον πατέρα του. Με τη μορφή του Μέντη, ενός πατρικού φίλου, μπαίνει στο παλάτι, όπου οι μνηστήρες γλεντοκοπούν κατασπαταλώντας την περιουσία του Οδυσσέα. Ο Τηλέμαχος υποδέχεται φιλόξενα τον ξένο και η Αθηνά προσπαθεί να τον πείσει πως ο πατέρας του ζει. Τον παρακινεί να καταγγείλει τη συμπεριφορά των μνηστήρων και να πάει στο βασιλιά της Πύλου, το Νεστορα και στο βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο, για να ρωτήσει για τον Οδυσσέα.
Φεύγοντας, η Αθηνά αποκαλύπτεται και ο Τηλέμαχος αναθαρρεί. Ο αοιδός Φήμιος τραγουδά το γυρισμό των Αχαιών από την Τροία, η Πηνελόπη όμως κατεβαίνει πονεμένη και τον καλεί ν' αλλάξει τραγούδι. Ο Τηλέμαχος της μιλά με αυστηρότητα και τη στέλνει πίσω στα διαμερίσματά της. Στη συνέχεια στρέφεται με αυτοπεποίθηση προς τους μνηστήρες, τους λέει να φύγουν από το σπίτι του και τους ανακοινώνει ότι θα φέρει το θέμα στη συνέλευση των Ιθακησίων. Ακολουθεί λογομαχία. Καθώς τελειώνει η πρώτη μέρα του ποιητικού χρόνου της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ξαγρυπνά και αναλογίζεται τις υποδείξεις της Αθηνάς.
Ραψωδία β : Ιθακησίων αγορά. Τηλεμάχου Αποδημία.
Στη συνέλευση που συγκάλεσε ο Τηλέμαχος ζητά από τους μνηστήρες να φύγουν και τους απειλεί με τη θεϊκή τιμωρία για τα ανοσιουργήματά τους. Ο επιφανέστερος των μνηστήρων Αντίνοος κατηγορεί την Πηνελόπη ότι αποφεύγει τον γάμο με δόλο : Δήλωσε ότι θα ξαναπαντρευτεί όταν τελειώσει το σάβανο του πεθερού της Λαέρτη αλλά κάθε βράδυ ξηλώνει ό,τι ύφανε την ημέρα. Οι μνηστήρες καλούν τον Τηλέμαχο να της επιβληθεί. Αυτός ανταπαντά ότι δεν μπορεί να διώξει την μητέρα του απ' το σπίτι, δέχεται όμως να την ξαναπαντρέψει, αν του δοθεί καράβι να ψάξει για τον πατέρα και βεβαιωθεί πως πέθανε τελικά. Δύο αετοί που αλληλοξεσκίζονται ερμηνεύονται από τον μάντη Αλιθέρση ως σημάδι για τη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των μνηστήρων. Οι μνηστήρες βρίζουν και απειλούν το μάντη, το ίδιο και τον Μέντορα, παλιό φίλο του Οδυσσέα, που επικρίνει την απάθεια των Ιθακησίων. Ο μνηστήρας Λεώκριτος δηλώνει πως, ακόμα κι αν γυρίσει ο Οδυσσέας, αυτοί θα τον σκοτώσουν.Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά να του συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται με τη μορφή του Μέντορα τώρα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται να τον βοηθήσει. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και, παρά τις ειρωνείες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. Η Ευρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται να μην πει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα με τον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά.
Ραψωδία γ : Τὰ ἐν Πύλῳ.
Το ξημέρωμα της 3ης μέρας της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος και η Αθηνά/Μέντορας φτάνουν στην Πύλο όπου ο βασιλιάς Νέστορας τους υποδέχεται φιλόξενα. Ο Νέστορας θυμάται τον Οδυσσέα και τα βάσανα των Αχαιών με συγκίνηση. Ο ίδιος μαζί με το Μενέλαο απέπλευσαν βιαστικά για να προλάβουν την οργή των θεών, ενώ ο Οδυσσέας και άλλοι έμειναν πίσω για να προσφέρουν πρώτα θυσίες. Απαριθμεί τους Αχαιούς που έμαθε πως έφτασαν στις πατρίδες τους, για τον Οδυσσέα όμως δεν ξέρει τίποτα περισσότερο. Όσο για την κατάσταση στην Ιθάκη, παρακινεί τον Τηλέμαχο να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες με τη βοήθεια της Αθηνάς. Με συνοδό το γιο του Νέστορα, Πεισίστρατο, ο Τηλέμαχος αναχωρεί την επόμενη μέρα με άρμα για τη Σπάρτη.Ραψωδία δ : Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.
Το πρωί της 5ης μέρας φτάνουν στη Σπάρτη και βρίσκουν το Μενέλαο να γιορτάζει διπλό γάμο, του γιου και της κόρης του. Ο Μενέλαος, που δεν ξέρει ακόμη ποιον έχει απέναντί του, εξιστορεί τις επί οκτώ χρόνια περιπλανήσεις του μετά την άλωση της Τροίας και αναφέρεται και στα ακόμη μεγαλύτερα παθήματα του Οδυσσέα. Έμαθε για τις περιπέτειές του αλλά αγνοεί τι απέγινε.Η Ελένη εμφανίζεται και ο Τηλέμαχος αναγνωρίζεται. Όλοι θρηνούν γι΄ αυτούς που έχασαν και η Ελένη ρίχνει στο κρασί το «νηπενθές» για να τους διώξει τον πόνο. Αφηγείται πώς κάποτε αναγνώρισε τον Οδυσσέα, όταν μπήκε κρυφά στην Τροία για να κατασκοπεύσει. Δεν τον κατέδωσε, αντίθετα χάρηκε που τον είδε, αφού ήθελε πια και η ίδια να γυρίσει στη Σπάρτη. Ο Μενέλαος με τη σειρά του αφηγείται πώς ο Οδυσσέας γλύτωσε τους Αχαιούς που ήταν κρυμμένοι στο Δούρειο Ίππο, όταν κινδύνεψαν ν΄ αποκαλυφθούν.
Την επόμενη μέρα, την 6η της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ρωτάει για τον πατέρα του και περιγράφει την κατάσταση στην Ιθάκη. Ο Μενέλαος εύχεται το θάνατο των μνηστήρων και αφηγείται τον αποκλεισμό του στην Αίγυπτο. Εκεί δάμασε το φοβερό γέροντα της θάλασσας Πρωτέα κι εκείνος, μεταξύ άλλων, του είπε πως ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και βρίσκεται στο νησί της Καλυψώς, ποθώντας να γυρίσει πίσω στην Ιθάκη. Ύστερα ο Τηλέμαχος επιστρέφει στην Πύλο.
Στην Ιθάκη οι μνηστήρες πληροφορούνται έκπληκτοι το ταξίδι του Τηλέμαχου και αποφασίζουν να τον σκοτώσουν με δόλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τα νέα και φοβάται πως θα χάσει τώρα και το γιο της. Προσεύχεται στην Αθηνά κι εκείνη φέρνει στον ύπνο της την αδελφή της Ιφθίμη, που την καθησυχάζει με τη διαβεβαίωση πως ο Τηλέμαχος βρίσκεται υπό την προστασία της θεάς. Στο μεταξύ οι μνηστήρες αρματώνουν καράβι και στήνουν την ενέδρα τους στα στενά της Σάμης.
Ραψωδία ε : Ὀδυσσέως σχεδία.
Το πρωί της 7ης μέρας, στη συνέλευση των Θεών, η Αθηνά επενέρχεται στο θέμα του Οδυσσέα και αναφέρει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Ωγυγία με την εντολή προς την Καλυψώ να αφήσει πια τον Οδυσσέα και ανακοινώνει στους θεούς ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει στην Ιθάκη μετά από 20 μέρες ταλαιπωρημένος πάνω σε σχεδία, χωρίς όμως βοήθεια θεών ή ανθρώπων, με πλούσια όμως δώρα από τους Φαίακες.Η Καλυψώ κατηγορεί τους θεούς ότι τη φθονούν, που ερωτεύτηκε ένα θνητό και τους δίνει πολλά παραδείγματα για να τους αποδείξει την ζηλοφθονία τους, τελικά όμως υποχωρεί από φόβο για την οργή του Δία. Τώρα για πρώτη φορά εμφανίζεται ο Οδυσσέας στο ποίημα. Κλαίει όπως κάθε μέρα στην ακρογιαλιά αγναντεύοντας το πέλαγος (νόστον ὀδυρομένῳ, ε 153), όταν η θεά του ανακοινώνει τα καλά νέα. O Οδυσσέας τη βάζει να ορκιστεί ότι δεν έχει κακό σκοπό και, παρά την προειδοποίησή της ότι θα υποστεί κι άλλες ταλαιπωρίες, μένει αμετάπειστος. Μετά το γεύμα περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα.
Τις επόμενες τέσσερις μέρες ο Οδυσσέας κατασκευάζει σχεδία με τα εργαλεία της Καλυψώς και την πέμπτη μέρα (12η της Οδύσσειας) ξεκινά. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια, οδηγίες και ούριο άνεμο για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, τα ξημερώματα της δέκατης όγδοης (29ης), προβάλλουν στον ορίζοντα οι ακτές της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων. Καθώς όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφει από τους Αιθίοπες, βλέπει τον Οδυσσέα και οργισμένος σηκώνει φοβερή θαλασσοταραχή. Η σχεδία διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα πάνω σε μια σανίδα. Η θεά Λευκοθέα τον συμπονά και του χαρίζει ένα σωσίβιο μαντίλι. Αυτός το ζώνεται, πετά τα ρούχα του και πηδά στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας φεύγει με χαιρέκακη ικανοποίηση, οπότε η Αθηνά επεμβαίνει και κατευνάζει κάπως τη θύελλα.
Δύο μέρες ακόμα θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας, ώσπου την τρίτη (31η) καταφέρνει με τη βοήθεια της Αθηνάς να προσεγγίσει την ακτή της Σχερίας και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός τον δέχεται. Ο Οδυσσέας, γυμνός και εξαθλιωμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα δάσος, όπου κοιμάται βαθιά κρυμμένος στους θάμνους.
Ραψωδία ζ : Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.
Όσο ο Οδυσσέας κοιμάται, η Αθηνά πηγαίνει στην πόλη των Φαιάκων και εμφανίζεται στο όνειρο της Ναυσικάς, της κόρης του βασιλιά Αλκίνοου, παίρνοντας τη μορφή μιας φίλης της. Της θυμίζει πως βρίσκεται σε ηλικία γάμου και την προτρέπει να κατέβει στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα της. Το άλλο πρωί (32η μέρα) η Ναυσικά ζητά από τον πατέρα της αμάξι και με τις φίλες της κατεβαίνουν στο ποτάμι. Αφού πλύνουν τα ρούχα, λούζονται, γευματίζουν και παίζουν με το τόπι φωνάζοντας και τραγουδώντας.Ο Οδυσσέας ξυπνά σαστισμένος και αναρωτιέται πού βρίσκεται. Αποφασίζει να βγει από τους θάμνους κρύβοντας όπως-όπως τη γύμνια του. Τα κορίτσια σκορπίζονται τρομαγμένα, εκτός από τη Ναυσικά, που την εμψυχώνει η Αθηνά. Κρατώντας απόσταση ο Οδυσσέας επαινεί την ομορφιά της κόρης και της εύχεται έναν ευτυχισμένο γάμο. Της περιγράφει την κατάστασή του και την εκλιπαρεί να του δείξει το δρόμο για την πόλη και να του δώσει ένα κουρέλι να σκεπαστεί. Η Ναυσικά αναγνωρίζει την ευγένεια που κρύβει η εξαθλίωμένη όψη του και τον διαβεβαιώνει πως είναι καλοδεχούμενος σ’ αυτή τη χώρα. Φωνάζει στις φίλες της να μη φοβούνται και να περιποιηθούν τον ξένο.
Ο Οδυσσέας από σεβασμό στις νεαρές κοπέλες λούζεται παράμερα και η Αθηνά τον περιβάλλει με θεϊκή ομορφιά. Θαμπωμένη η Ναυσικά, εύχεται να ’ναι τέτοιος και ο άντρας που θα την παντρευτεί. Καλεί τον Οδυσσέα στο παλάτι, για να μην κακοχαρακτηριστεί όμως, του δίνει οδηγίες να την ακολουθήσει ως το άλσος της Αθηνάς, έξω από την πόλη. Αφού μείνει λίγο εκεί μέχρι να γυρίσει η ίδια στο σπίτι, να ζητήσει να του δείξουν το παλάτι του Αλκίνοου και εκεί να πέσει ικέτης στα γόνατα της βασίλισσας. Η Ναυσικά ξεκινά, οι φίλες της κι ο Οδυσσέας ακολουθούν. Το σούρουπο φτάνουν στο άλσος και ο Οδυσσέας προσεύχεται στην Αθηνά να τον καλοδεχτούν οι Φαίακες.
Ραψωδία η : Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.
Η Ναυσικά φτάνει στο παλάτι και ο Οδυσσέας ξεκινά από το άλσος για την πόλη. Η Αθηνά εμφανίζεται στο δρόμο του με τη μορφή νεαρού κοριτσιού και του δείχνει το δρόμο καλύπτοντάς τον με ομίχλη για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα με τους ντόπιους. Του μιλά για τους Φαίακες και τη βασίλισσα Αρήτη και τον συμβουλεύει να απευθυνθεί πρώτα σ’ εκείνη την...Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και μένει έκθαμβος : χρυσάφι, ασήμι και χαλκός παντού, υφαντά, πλήθος δούλοι κι ένα παραδεισένιο περιβόλι. Μέσα τρώνε και πίνουν οι άρχοντες των Φαιάκων. Πλησιάζει την Αρήτη και τότε εξαφανίζεται η ομίχλη που τον σκέπαζε. Σαστισμένοι οι θαμώνες βλέπουν τον ξένο να πέφτει ικέτης στα πόδια της βασίλισσας παρακαλώντας να τον στείλουν στην πατρίδα του. Μετά την πρώτη αμηχανία, ο Αλκίνοος προσφέρει τη φιλοξενία του και καλεί τους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή για τον ξένο την επόμενη ημέρα, μήπως και είναι κάποιος θεός. Ο Οδυσσέας διαβεβαιώνει πως δεν είναι θεός και επαναλαμβάνει την παράκλησή του.
Οι υπόλοιποι Φαίακες φεύγουν. Η Αρήτη τον ρωτά ποιος είναι και πώς έφτασε εκεί. Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη παραμονή του στην Καλυψώ, το πολυτάραχο ταξίδι του ως στη Σχερία και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά, δεν αποκαλύπτει όμως την ταυτότητά του. Ο Αλκίνοος, εντυπωσιασμένος από τον ξένο, εύχεται να τον κάνει γαμπρό του. Υπόσχεται όμως πως οι Φαίακες θα τον οδηγήσουν στην πατρίδα του, αν εκείνος το προτιμά...
Ραψωδία θ : Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας
Το επόμενο πρωί (33η μέρα της Οδύσσειας) συγκεντρώνονται οι άρχοντες των Φαιάκων στη συνέλευση και ο Αλκίνοος παρουσιάζει τον ξένο του, ζητά να ετοιμαστεί καράβι και τους καλεί όλους για το τραπέζι της υποδοχής στο παλάτι. Το παλάτι γεμίζει κόσμο και ο αοιδός Δημόδοκος καταφθάνει. Μετά το φαγητό τραγουδά για μια φιλονικία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα στην Τροία. Ο Οδυσσέας, που ακούει χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, συγκινείται, αλλά κρύβει τα δάκρυά του. Για να διασκεδάσει τη θλίψη του ο Αλκίνοος καλεί τα παλληκάρια των Φαιάκων σε αθλητικούς αγώνες.Όλοι κατεβαίνουν πάλι στην αγορά και οι νέοι διαγωνίζονται στα αθλήματα. Στο τέλος καλούν και τον Οδυσσέα να αγωνιστεί, καθώς φαίνεται ακόμα νέος και δυνατός. Ο Οδυσσέας αρνείται αρχικά, όταν όμως ο Ευρύαλος τον προκαλεί εριστικά, θυμώνει, πιάνει το βαρύτερο δίσκο και τον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους άλλους. Στρέφεται στους άφωνους Φαίακες και τους αποκαλύπτει πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος απαντά εκθειάζοντας τις αρετές του λαού του στη ναυσιπλοΐα, το γλέντι και την καλοπέραση.
Η ένταση χαλαρώνει κι αρχίζει ο χορός. Ο Δημόδοκος τραγουδά τους έρωτες του Άρη και της Αφροδίτης και την επ’ αυτοφώρω σύλληψή τους από τον απατημένο σύζυγο, τον Ήφαιστο : Αόρατα χρυσά δεσμά είχε βάλει στο συζυγικό του κρεβάτι κι όταν παγιδεύτηκαν οι παράνομοι εραστές, κάλεσε τους υπόλοιπους θεούς ως μάρτυρες του παθήματός του. Μόνο αποτέλεσμα όμως ήταν τ’ ασυγκράτητα γέλια των θεών (ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι, θ 326). Ο Αλκίνοος διαισθάνεται πια πως ο ξένος δεν είναι κάποιος τυχαίος και προτείνει στους άρχοντες των Φαιάκων να του χαρίσουν πολύτιμα δώρα. Ο Ευρύαλος χαρίζει το ξίφος του και συμφιλιώνεται με τον ξένο.
Το σούρουπο καταφθάνουν τα δώρα των υπόλοιπων αρχόντων και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι. Μετά το λουτρό ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, που τον θαυμάζει και της υπόσχεται να την τιμά σαν θεά, όταν φτάσει του γυρισμού η μέρα (νόστιμον ἦμαρ, θ 466). Το γλέντι αρχίζει και ο Δημόδοκος πιάνει τη λύρα. Ο Οδυσσέας τον επαινεί και του ζητά να τραγουδήσει για το Δούρειο Ίππο. Για δεύτερη φορά ακούει να υμνούν τα κατορθώματά του στην Τροία και πνίγεται στο κλάμα. Ο Αλκίνοος διακόπτει τον αοιδό και αρχίζει τις ερωτήσεις: ποιος είναι, σε ποια πατρίδα να τον οδηγήσει το καράβι των Φαιάκων, σε ποιες χώρες περιπλανήθηκε; Κι ακόμα, γιατί κλαίει κάθε φορά που ακούει για την Τροία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου