Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΣΕΦΕΡΗΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Piazza San Nicolo
Longtemps je me suis couché de bonne heure
Τὸ σπίτι γεμάτο γρίλιες καὶ δυσπιστία
σὰν τὸ καλοκοιτάξεις στὶς σκοτεινὲς γωνιὲς
«
γιὰ χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ψιθυρίζει
«
κοίταζα τὴν εἰκόνα τοῦ Ὕλα καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Μαγδαληνῆς
προτοῦ καληνυχτίσω κοίταζα τὸ παλιὸ ἔλατο μὲ τ᾿ ἄσπρο φῶς
τὰ μέταλλα ποὺ γυάλιζαν καὶ δύσκολα ἄφηνα
τὶς τελευταῖες φωνὲς τῆς μέρας».
Τὸ σπίτι σὰν τὸ καλοκοιτάξεις μέσα ἀπὸ τὶς παλιὲς κορνίζες
ξυπνᾶ μὲ τὰ πατήματα τῆς μητέρας στὰ σκαλοπάτια
τὸ χέρι ποὺ φτιάνει σκεπάσματα διορθώνει τὴν κουνουπιέρα
τὰ χείλη ποὺ σβήνουν τὴ φλόγα τοῦ κεριοῦ.
Κι ὅλα τοῦτα εἶναι παλιὲς ἱστορίες ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν πιὰ κανέναν
δέσαμε τὴν καρδιά μας καὶ μεγαλώσαμε.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν κατεβαίνει ποτὲ χαμηλότερα ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ
ποὺ μετρᾶ τὶς ὦρες μονολογώντας καὶ τὸ βλέπουμε
σὰν ἔρχεται τ᾿ ἀπόγευμα στὴν αὐλὴ
ἡ θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα τὸ γένος Τροφίμοβιτς.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν ἀγγίζει ποτὲ τὸ στιβαρὸ χέρι τοῦ Ἅη Νκόλα
μήτε τὸ φαρμακοποιὸ ποὺ κοιτάζει ἀνάμεσα σὲ μιὰ κόκκινη καὶ πράσινη σφαίρα
σὰν ὑπερωκεάνειο μαρμαρωμένο.
Γιὰ νὰ βρεῖς τὴ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ πρέπει ν᾿ ἀνέβεις ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ
κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα
κάπου 70 ἢ 80 μέτρα δὲν εἶναι πολύ.
Κι ὅμως ἐκεῖ ψιθυρίζεις ὅπως σὰν πλάγιαζες νωρὶς
καὶ μέσα στὴν εὐκολία τοῦ ὕπνου χάνονταν ἡ πίκρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ
ὄχι λέξεις πολλὲς δυό-τρεῖς μονάχα καὶ τοῦτο φτάνει
ἀφοῦ κυλᾶνε τὰ νερὰ καὶ δὲ φοβοῦνται μὴ σταματήσουν
ψιθυρίζεις ἀκουμπώντας τὸ κεφάλι στὸν ὦμο ἑνὸς φίλου
σὰ νὰ μὴν εἶχες μεγαλώσει μέσα στὸ σπίτι τὸ σιωπηλὸ
μὲ φυσιογνωμίες ποὺ βάρυναν καὶ μᾶς ἔκαναν ἀδέξιους ξένους.
Κι ὅμως ἐκεῖ, λίγο ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριό, ἀλλάζει ἡ ζωή σου.
Δὲν εἶναι μεγάλο πράγμα ν᾿ ἀνεβεῖς μὰ εἶναι πολὺ δύσκολο ν᾿ ἀλλάξεις
σὰν εἶναι τὸ σπίτι μέσα στὴν πέτρινη ἐκκλησιὰ
κι ἡ καρδιά σου μέσα στὸ σπίτι ποὺ σκοτεινιάζει
κι ὅλες οἱ πόρτες κλειδωμένες ἀπὸ τὸ μεγάλο χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα
Πήλιο-Κορυτσά, καλοκαίρι-φθινόπωρο ῾37

Διάλειμμα Χαρᾶς
Πεντέλη, ἄνοιξη
Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλοι ἐκεῖνο τὸ πρωὶ
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρῶτα γυάλιζαν οἱ πέτρες τὰ φύλλα τὰ λουλούδια
ἔπειτα ὁ ἥλιος
ἕνας μεγάλος ἥλιος ὅλο ἀγκάθια μὰ τόσο ψηλὰ στὸν οὐρανό.
Μιὰ νύμφη μάζευε τὶς ἔνοιές μας καὶ τὶς κρεμνοῦσε στὰ δέντρα
ἕνα δάσος ἀπὸ δέντρα τοῦ Ἰούδα.
Ἐρωτιδεῖς καὶ σάτυροι παῖζαν καὶ τραγουδοῦσαν
κι ἔβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στὶς μαῦρες δάφνες
σάρκες μικρῶν παιδιῶν.
Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλο τὸ πρωΐ
ἡ ἄβυσσο κλειστὸ πηγάδι
ὅπου χτυποῦσε τὸ τρυφερὸ πόδι ἑνὸς ἀνήλικου φαύνου
θυμᾶσαι τὸ γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Ἔπειτα σύννεφα βροχὴ καὶ τὸ νοτισμένο χῶμα
ἔπαψες νὰ γελᾶς σὰν ἔγειρες μέσα στὴν καλύβα
κι ἄνοιξες τὰ μεγάλα σου τὰ μάτια κοιτάζοντας
τὸν ἀρχάγγελο νὰ γυμνάζεται μὲ μία πύρινη ρομφαία-
«Ἀνεξήγητο» εἶπες «ἀνεξήγητο
δὲν καταλαβαίνω τοὺς ἀνθρώπους
ὅσο καὶ νὰ παίζουν μὲ τὰ χρώματα
εἶναι ὅλοι τους μαῦροι».

Τὸ φύλλο τῆς λεύκας
Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.

Ἀλληλεγγύη
Εἶναι ἐκεῖ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω
μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια
μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του.
Τί γυρεύετε; τὰ μηνύματά σας
ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι
ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος
ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι.
Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια
κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια
εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς
βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε
μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας
μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.

Ἔχασε τὸ χρῶμα του πιὰ αὐτὸς ὁ κόσμος
καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου.
Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυὸ μάτια
εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου